Δυνατός Λόγω Πίστης

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένα ατμόπλοιο που μετέφερε στρατιώτες, βομβαρδίστηκε από ιαπωνικό αεροσκάφος και βυθίστηκε. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Ωστόσο, 5 ανάμεσα στα τόσα άτομα κατάφεραν να επιβιβαστούν σε μία σωσίβια λέμβο και ήλπιζαν να σωθούν μέσα στον απέραντο ωκεανό. Περιπλανιόντουσαν μέσα στη θάλασσα για ώρες.

Ένας από αυτούς απογοητεύτηκε και κλαίγοντας είπε: «Η θάλασσα θα με καταπιεί. Θα γίνω γεύμα για τους καρχαρίες!». Εξαιτίας αυτού του φόβου πνίγηκε.

Ένας άλλος πολεμιστής άρχισε να θρηνεί για την οικογένειά του: «Ωχ, πεθαίνω δίχως να έχω τακτοποιήσει το μέλλον της οικογένειάς μου». Έχασε, λοιπόν, κι αυτός την πίστη του και άφησε την τελευταία του πνοή.

Ο τρίτος στρατιώτης σκέφτηκε: «Έχω μαζί μου το συμβόλαιο ασφάλισης και άλλα έγγραφα. Τι κρίμα! Έπρεπε να τα είχα αφήσει σπίτι. Τι θα κάνει τώρα η γυναίκα μου; Θα πεθάνω σίγουρα!».Όπως ήταν φυσικό, έχασε κι αυτός την ελπίδα του και πέθανε.

Οι άλλοι δύο εναπομείναντες άνδρες, παρ’ όλα αυτά, ενίσχυαν ο ένας την πίστη του άλλου στον Θεό. Έλεγαν:  «Δεν πρέπει να υποκύψουμε στον φόβο. Πρέπει να αποδείξουμε ότι όσο απελπιστική και αν είναι η κατάσταση, ο Θεός θα μας προστατεύσει σίγουρα, εάν Τον εμπιστευτούμε».

Και καθώς ενθάρρυναν έτσι ο ένας τον άλλον, εμφανίστηκε ένα ελικόπτερο, σταλμένο από ένα παράκτιο πλοίο, το οποίο είχε λάβει συναγερμό για βοήθεια, τους εντόπισε και τους τράβηξε επάνω.  Όταν πλέον ήταν ασφαλείς στη στεριά είπαν: «Χωρίζουν μόνο 5 λεπτά τη νίκη από την ήττα. Η πίστη έφερε τη νίκη⠁ η απουσία της κατέληξε σε ήττα και θάνατο».

Ιστορία της Παγκόσμιας Σοφίας

✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿✿

Η εγγονούλα Δάφνη, 11 ετών, γράφει: 
 
 
«Ένας καλύτερος κόσμος»
 
 
Κάποτε, ζούσε ένα κορίτσι που το έλεγαν Ιζαμπέλα. Η Ιζαμπέλα ζούσε σε ένα ειρηνικό χωριό, όπου οι άνθρωποι βοηθούσαν και σέβονταν ο ένας τον άλλον. Είχε μεγαλώσει χωρίς γονείς, όμως αυτό την έκανε πιο δυνατή. Είχε μάθει να αισθάνεται ως πατέρα της Τον Θεό και γι’ αυτό δεν της έλειπε τίποτα.
Στο μέρος που ζούσε, υπήρχαν πολλά ζώα. Έτσι, από μικρή είχε πολύ καλή σχέση μαζί τους. Μεγαλώνοντας άρχισε να τα μελετά και σιγά- σιγά έμαθε να επικοινωνεί με αυτά. Ήταν οι δάσκαλοί της. Έχτισε, λοιπόν, έναν πλούσιο χαρακτήρα, γεμάτο αρετές όμοιες με των ζώων. Για παράδειγμα, έβλεπε τα μυρμηγκάκια που ήταν εργατικά, τα γαϊδουράκια υπομονετικά και καλλιέργησε μέσα της τις ίδιες αξίες. Μάλιστα, επικεντρώθηκε τόσο πολύ στα ζώα που σχεδόν έχασε την επαφή της με τους ανθρώπους. Ένιωθε, όμως, ότι ο ρόλος της ήταν να βρίσκεται δίπλα στα ζώα και επιδόθηκε στη φροντίδα και την περίθαλψή τους.
Όταν έγινε 17 χρονών, ξέσπασε ένας μεγάλος πόλεμος στη χώρα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το φτωχικό της, αφήνοντας πίσω ό,τι αγαπούσε. Πήρε μονάχα μαζί της τρία αγαπημένα της ζωάκια και έφυγε με αυτά. Ήταν ένα λυγερόκορμο ελάφι, ένα κατακίτρινο καναρίνι και ένα νεογέννητο γατάκι. Απομακρύνθηκε από το χωριό της και αποφάσισε να πάει σε μια διπλανή χώρα, ελπίζοντας να βρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για αυτήν και τα ζωάκια της.
Αν και η διαδρομή ήταν μεγάλη, δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε ώσπου έφτασε στον προορισμό της. Όμως, τα πράγματα εκεί δεν ήταν όπως τα είχε φανταστεί. Οι άνθρωποι ήταν απόμακροι, αποξενωμένοι και νοιάζονταν μόνο για τον εαυτό τους. Μα το πιο φρικτό για την Ιζαμπέλα ήταν ότι κυνηγούσαν ζώα. Τα σκότωναν, τους έπαιρναν τα δέρματα, τα έτρωγαν, τα βαλσάμωναν. Δεν είχε άλλη λύση, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να προφυλάξει το αγαπημένο της ελάφι, καθώς ήταν το μόνο που μέσα στο διαμέρισμα της πόλης δε θα άντεχε.
Έπειτα από πολλή σκέψη, έδωσε το ελάφι σε έναν ζωολογικό κήπο και κράτησε το γατάκι και το καναρίνι στο νέο της σπίτι. Έγινε κτηνίατρος και ανέλαβε η ίδια να επιβλέπει τα ζώα του ζωολογικού κήπου. Από εκείνη την ημέρα δε σταμάτησε να πιστεύει πως «Αν όλοι εμείς προσπαθούσαμε έστω και λίγο ειλικρινά για αυτό που πραγματικά θέλουμε, ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος».