Η Αλχημεία Της Αγάπης
Μια φορά κι έναν καιρό, σε μία εκκλησιαστική κοινότητα οι άνθρωποι ζούσαν αγαπημένοι και μονιασμένοι.
Μια μέρα, εισέβαλαν από το πουθενά τρεις κλέφτες, αγροίκοι και μανιασμένοι. Βάλθηκαν να κλέβουν τα σπίτια το ένα μετά το άλλο και να τους παίρνουν το φαγητό. Δεν τολμούσαν οι άνθρωποι να πάνε στην εκκλησία, αφού γνώριζαν πως όταν γύριζαν σπίτια τους θα τα έβρισκαν όλα άνω κάτω.
Αυτό συνεχίστηκε επί πολλές μέρες, ώσπου απελπισμένοι οι κάτοικοι πήγαν και βρήκαν τον ιερέα της κοινότητας.
– Πάτερ, τι θα κάνουμε; Δε γίνεται να τους αφήσουμε να αλωνίζουν ανεξέλεγκτοι. Πρέπει να τους διώξουμε!
– Τέκνα μου, κατανοώ την αγανάκτησή σας, όμως μην ξεχνάτε πως κι αυτοί είναι πλάσματα του Θεού. Πηγαίνετε όλοι σπίτια σας, ετοιμάστε φαγητά και πάμε να τους βρούμε.
Όλοι οι κάτοικοι, ετοίμασαν φαγητά και κινήθηκαν προς την παλιά αποθήκη την οποία είχαν κατάσχει οι κλέφτες και έμεναν εκεί. Χτύπησαν την πόρτα και ο ιερέας τους προσκάλεσε σε δείπνο. Κατάπληκτοι οι κλέφτες άνοιξαν την πόρτα στους χωριανούς και δείπνισαν όλοι μαζί.
Κατά το δείπνο ο ιερέας άρχισε να μιλάει:
– Η καλοσύνη υπάρχει μέσα σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα απλά κάποιες φορές δεν έχει ακόμα ξεδιπλωθεί. Εμείς οι άνθρωποι πρέπει να βοηθάμε τους συνανθρώπους μας κάνοντας το καλό. Θα ξανάρθουμε αύριο, μας δέχεστε;
Οι κλέφτες συμφώνησαν και έτσι ο χωριανοί πήγαν και αύριο, και την επομένη και κάθε μέρα και δειπνούσαν μαζί με τους κλέφτες. Κατά το δείπνο ο ιερέας μιλούσε για τον Χριστό και την Αγάπη του Θεού. Μια μέρα, καθώς οι χωριανοί έφευγαν, οι κλέφτες τους είπαν:
– Η καλοσύνη σας και η Αγάπη σας, μας έκανε να αλλάξουμε. Θέλουμε να γίνουμε μέλη της κοινότητά σας, μας δέχεστε;
Ιστορία της Παγκόσμιας Σοφίας