Η Μηλιά
Στα παλιά τα χρόνια, υπήρχε μια μηλιά όπου ένα μικρό αγόρι λάτρευε να παίζει μαζί της καθημερινά. Σκαρφάλωνε επάνω της, έτρωγε τα μήλα της και ξάπλωνε στον ίσκιο της. Και οι δύο χαίρονταν να παίζουν μαζί.
Τα χρόνια περνούσαν, το αγόρι μεγάλωσε και δεν έπαιζε πλέον καθημερινά με τη μηλιά. Μια μέρα το αγόρι επέστρεψε στη μηλιά με βλέμμα θλιμμένο.
– Έλα γλυκέ μου, παίξε μαζί μου, είπε η μηλιά.
– Δεν είμαι πλέον μωρό και έχω πάψει να παίζω με τα δέντρα. Θέλω παιχνίδια! Χρειάζομαι λεφτά να αγοράσω παιχνίδια!
– Συγγνώμη, καλέ μου, αλλά δεν έχω χρήματα. Μπορείς, όμως, να πάρεις όλα μου τα μήλα και να τα πουλήσεις. Έτσι, θα έχεις χρήματα.
Το αγόρι καταχάρηκε. Άρπαξε όλα τα μήλα από το δέντρο και έφυγε χαρούμενος. Δεν ξαναγύρισε όμως και το δέντρο λυπήθηκε…
Μια μέρα, έπειτα από αρκετά χρόνια, το αγόρι, άνδρας κανονικός πλέον, επέστρεψε. Η μηλιά ενθουσιάστηκε και είπε:
– Έλα γλυκέ μου, παίξε μαζί μου.
– Δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Πρέπει να δουλέψω για να συντηρήσω την οικογένειά μου και χρειαζόμαστε ένα σπίτι. Μπορείς να με βοηθήσεις;
– Με συγχωρείς αλλά δεν έχω σπίτι. Μπορείς όμως να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις το σπίτι σου.
Έτσι ο άντρας έκοψε όλα τα κλαδιά του δέντρου κι έφυγε ευτυχισμένος. Η μηλιά χάρηκε με τη χαρά του, όμως ο άνδρας δεν ξαναγύρισε πίσω κι έτσι και πάλι ένιωθε μόνη και θλιμμένη.
Μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα επέστρεψε και το δέντρο ήταν και πάλι χαρούμενο.
– Έλα γλυκέ μου, παίξε μαζί μου.
– Γερνάω… δεν μπορώ. Θέλω ν’ ανοιχτώ στο πέλαγος να χαλαρώσω. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;
– Πάρε τον κορμό μου για να φτιάξεις τη βάρκα σου. Έτσι θα μπορείς να ταξιδέψεις πέρα μακριά και θα ‘σαι ευτυχισμένος.
Έτσι ο άνδρας έκοψε τον κορμό και έφτιαξε μια βάρκα. Έκανε βόλτες στα ανοιχτά και δε φάνηκε για πολύ καιρό. Μετά από πολλά χρόνια επέστρεψε στη μηλιά.
– Συγγνώμη, καλέ μου. Δεν έχω τίποτα πλέον για σένα, ούτε μήλα.
– Ούτως η άλλως δεν έχω δόντια να μασήσω.
– Ούτε κορμό να σκαρφαλώσεις…
– Είμαι πολύ μεγάλος για να το κάνω αυτό.
– Αλήθεια δεν έχω τίποτα. Το μόνο που μου απέμεινε είναι οι γέρικες ρίζες μου, είπε κλαίγοντας η μηλιά.
– Δε χρειάζομαι πολλά πια. Μόνο ένα μέρος να ξεκουραστώ. Είμαι κουρασμένος μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
– Υπέροχα, οι ρίζες μου είναι το καλύτερο μέρος για να ξαποστάσεις. Έλα, κάθισε και ξεκουράσου.
Ο άνδρας κάθισε και το δέντρο βούρκωσε από χαρά.
Παγκόσμια Σοφία