Μήπως Ξέχασες Κάποιον;
Κάποτε, ένας κλέφτης την περίοδο του θερισμού, βλέποντας το αγρόκτημα ενός πλουσίου να είναι γεμάτο θημωνιές από σιτάρι, αποφάσισε να το κλέψει. Ετοίμασε και έζευξε τις αγελάδες στην καρότσα και τη νύκτα ετοιμάστηκε για τον σκοπό του.
Τότε η κορούλα του 5-6 ετών άρχισε να κλαίει θέλοντας να ανεβεί και εκείνη στην καρότσα, επειδή της άρεσε ο περίπατος με τα ζώα. Ο πατέρας της για να την καθησυχάσει, την πήρε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στην καρότσα. Έτσι ξεκίνησαν τα μεσάνυκτα για το ξένο κτήμα.
Φθάνοντας εκεί, άφησε τις αγελάδες στην άκρη του χωραφιού και επειδή είχε πανσέληνο η νύκτα, παρατηρούσε δεξιά-αριστερά, μήπως δει κανέναν και τον αντιληφθεί κάνοντας την κλοπή. Και επειδή δεν είδε κανέναν, άρχισε να μεταφέρει χειρόβολα από τις θημωνιές στην καρότσα του.
Τότε η κόρη του τού είπε:
– Πατέρα, κοίταξες σ’ όλα τα μέρη και δε σε βλέπει κανένας άνθρωπος, αλλά μήπως ξέχασες κάποιον;
– Ποιον, κόρη μου;
– Τον Θεό, πατέρα…!
Παγκόσμια Σοφία