Το Ποτάμι
Σε μια κοιλάδα, εκεί που το ποτάμι κυλάει με ορμή, δυο μικρά ρυάκια συναντήθηκαν κι έπιασαν κουβέντα. Το ένα ρυάκι ρώτησε:
«Πώς έφτασες
εδώ φίλε μου και πώς ήταν ο δρόμος σου;»
Και το άλλο απάντησε:
«Ο δρόμος μου ήταν γεμάτος εμπόδια. Η ρόδα του νερόμυλου έσπασε κι ο ικανός και πολύπειρος αγρότης που μ’ έβγαζε επιδέξια απ’ την πορεία μου για να ποτίζω τα σπαρτά έχει πεθάνει. Κόπιασα για να κατέβω, σχεδόν τελμάτωσα, καθώς έπρεπε να κουβαλάω τις βρωμιές όλων αυτών που δεν κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να κάθονται και να λιάζουν την τεμπελιά τους. Κι εσύ αδελφέ μου; Πώς ήταν ο δικός σου δρόμος;»
Το πρώτο ρυάκι απάντησε:
«Ο δικός μου δρόμος ήταν διαφορετικός. Κατέβηκα απ’ τους λόφους, ανάμεσα σε ευωδιαστά λουλούδια και ντροπαλές ιτιές. Άντρες και γυναίκες έπιναν το νερό μου μ’ ασημένιες κούπες και μικρά παιδιά τσαλαβουτούσαν τα ροδαλά ποδαράκια τους στις όχθες μου. Ολόγυρά μου υπήρχαν γέλια και γλυκά τραγούδια. Τι κρίμα που ο δικός σου δρόμος δεν ήταν το ίδιο ευτυχής…».
Όμως εκείνη τη στιγμή, μίλησε το ποτάμι με δυνατή φωνή και είπε:
«Ελάτε, ελάτε λοιπόν, πάμε στη θάλασσα. Μπείτε μέσα, μη χασομεράτε με κουβέντες. Συμπορευθείτε μαζί μου. Θα πάμε στη θάλασσα. Μπείτε, γιατί σ’ εμένα θα ξεχάσετε τις περιπλανήσεις σας, χαρωπές ή λυπητερές. Εσείς κι εγώ μαζί θα ξεχάσουμε όλους τους δρόμους που διασχίσαμε μέχρι τώρα, όταν θα φτάσουμε και θα αγαλλιάσουμε στην καρδιά της μάνας θάλασσας…»
«Ο
περιπλανώμενος»
(παππούς) Χαλίλ Γκιμπράν