Το Πανωφόρι
Κάποτε ένας νεαρός θέλοντας να ικανοποιήσει τη μητέρα του η οποία ήταν άνθρωπος της προσφοράς, είδε έναν άστεγο και του πρόσφερε το πανωφόρι του. Γεμάτος περιέργεια κρύφτηκε και παρακολούθησε τον άστεγο να δει τι θα έκανε με το πανωφόρι. Ο άστεγος αμέσως πήγε και το πούλησε.
Νευριασμένος ο νεαρός έτρεξε πίσω στη μητέρα του, κατηγορώντας την ότι έχασε το πανωφόρι του άδικα και πως η βοήθεια που η ίδια νομίζει ότι προσφέρει τόσα χρόνια σε όσους υποτίθεται ότι τη χρειάζονται πάει στράφι αφού οι φτωχοί με τη στάση τους την κοροϊδεύουν. Η μητέρα του έμεινε ατάραχη, ακούγοντας με υπομονή τα όλο θυμό λόγια του γιου της.
Το βράδυ, αφού είχε ηρεμήσει ο νεαρός, τον καληνύχτισε λέγοντάς του: «Μην ξεχνάς γιε μου, πως όλα στον Θεό πάνε. Καληνύχτα».
Ακόμη πιο εκνευρισμένος ο νεαρός που η μητέρα του δεν καταλάβαινε ότι έπεφτε θύμα κοροϊδίας, κάποια στιγμή αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του δεν είδε τίποτα άλλο παρά τον Χριστό να μιλάει στον κόσμο και δίπλα του να βρίσκεται το δικό του πανωφόρι…
Θεϊκή Σοφία