Τα Τέσσερα Κεριά
Τέσσερα κεριά έλιωναν αργά, αργά.
Ο χώρος ήταν τόσο ήσυχος που μπορούσε να ακουστεί η συζήτησή τους.
Το πρώτο κερί είπε:
– Εγώ είμαι η Ειρήνη. Μα οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να με διατηρήσουν. Πιστεύω πως δε μου μένει άλλο από το να συνεχίσω να σβήνω… Κι έτσι αφέθηκε σιγά, σιγά να σβήσει ολοκληρωτικά.
Συνεχίζοντας το δεύτερο κερί είπε:
– Εγώ είμαι η Πίστη. Δυστυχώς δε χρειάζομαι πουθενά. Οι άνθρωποι δε θέλουν να ξέρουν για μένα κι έτσι δεν έχει νόημα να μένω αναμμένο. Μόλις ολοκλήρωσε τα λόγια του ένα απαλό αεράκι φύσηξε πάνω του και το έσβησε.
Πολύ λυπημένο το τρίτο κερί λέει με τη σειρά του:
– Εγώ είμαι η Ελπίδα. Δεν έχω τη δύναμη να μείνω αναμμένο. Οι άνθρωποι δε μου δίνουν σημασία και δεν αντιλαμβάνονται το πόσο σημαντικό είμαι. Αυτοί μισούν ακόμα κι αυτούς που τους αγαπούν περισσότερο… Και χωρίς να περιμένει άλλο το κερί αφέθηκε να σβήσει.
Ξαφνικά ένα παιδί μπήκε στο δωμάτιο κι είδε τα τρία κεριά σβησμένα. Φοβισμένο από το σκοτάδι είπε:
– Μα τι κάνετε; Πρέπει να παραμείνετε αναμμένα, εγώ φοβάμαι το σκοτάδι!!! Και ξέσπασε σε κλάματα.
Τότε το τέταρτο κερί είπε με συμπόνια:
– Μη φοβάσαι καλό μου, μην κλαις… Όσο θα είμαι εγώ αναμμένο θα μπορούμε πάντα να ξανανάψουμε τα άλλα τρία κεριά… Εγώ είμαι η Αγάπη !
Με μάτια λαμπερά και γεμάτα δάκρυα, το παιδί πήρε το κερί της Αγάπης και άναψε και τα άλλα τρία κεριά που είχαν σβήσει, της Ειρήνης, της Πίστης και της Ελπίδας!
Παγκόσμια Σοφία